- πυελίτιδα
- η(ιατρ.), φλεγμονή της πυέλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυελίτιδα — η, Ν φλεγμονή τής νεφρικής πυέλου συνήθως με τη μορφή πυελονεφρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyelitis (< πύελος + επίθημα ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. πυελῖτις, μαρτυρείται από το 1876 στον Αχ. Γεωργαντά] … Dictionary of Greek
πυελοπεριτονίτιδα — η φλεγμονή του περιτόναιου έπειτα από πυελίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)